- ξυγκατῴκισεν
- συγκατοικίζωcolonize jointlyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… … Dictionary of Greek